καναχώ

καναχώ
καναχῶ, -έω (Α) [καναχή]
1. κάνω θόρυβο, αντηχώ, αντιλαλώ
2. (για τον κόκορα) κράζω, λαλώ
3. (για τον Ορφέα) άδω, ψάλλω («Ὀρφεύς... μέλος κανάχησεν», Απόλλ. Ρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καναχῶ — καναχέω rang pres subj act 1st sg (attic epic doric) καναχέω rang pres ind act 1st sg (attic epic doric) καναχός noisy masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κανάχῳ — Κάναχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καναχή — καναχή, δωρ. τ. καναχά, ἡ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, οξύς ήχος αντήχηση 2. (για τα δόντια) τριγμός, τρίξιμο 3. (για τον αυλό και τη φόρμιγγα) ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kan «ηχώ, τραγουδώ» από όπου και τα λατ. canō «τραγουδώ», αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”